Ιπποκράτης:

Κάθε νόσος ξεκινά πρώτα από την ψυχή και μετά καταλήγει στο σώμα. Πριν αποφασίσουμε ποια θεραπεία θα ακολουθήσουμε για το σώμα, πρέπει πρώτα να έχουμε θεραπεύσει το τραύμα της ψυχής. (Ιπποκράτης)

Σάββατο 6 Απριλίου 2019

Το άρωμα του γιασεμιού (για την Μαμά μου)

Μαργαρίτα των γιασεμιών και θάλασσα
Βερολίνο, Τρίτη 5 Μαΐου 1942.
Είναι βράδυ και ο Κωνσταντίνος, φοιτητής της αρχιτεκτονικής του Πολυτεχνείου, έχοντας τελειώσει τα σχέδια που έπρεπε να παραδώσει την επόμενη μέρα στο Πανεπιστήμιο, ένιωσε την μοναξιά να τον βαραίνει ασήκωτη και το φοιτητικό του δωματιάκι να μην τον χωράει άλλο. Έριξε πάνω του βιαστικά ένα παλτό και βγήκε έξω.

Το κρύο τον χτύπησε καταπρόσωπο, τσουχτερό ακόμα, παρότι είχε μπει ο Μάης. Τα καλντερίμια γυάλιζαν υγρά κάτω από τον χαμηλό φωτισμό του δρόμου, ο πόλεμος γραμμένος παντού. Στον σκοτεινό ουρανό πάνω απ' την μισοβυθισμένη στο σκοτάδι πόλη, μια πόλη που κράταγε την ανάσα της περιμένοντας τον επόμενο συναγερμό. Στα σκυθρωπά πρόσωπα των λιγοστών ανθρώπων που προσπερνούσαν βιαστικοί, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες βαθιά, αφήνοντας πίσω τους αραιά αχνά συννεφάκια ανάσας. Στο παραπονεμένο νιαούρισμα της γάτας που έψαχνε άδικα μέσα τα σκουπίδια να χορτάσει την πείνα της.

Δύσκολοι καιροί, κι εκείνος μόνος, σταλμένος από την οικογένεια για σπουδές στη χώρα που κρατούσε υπό κατοχή την πατρίδα του. Χαμένος στις σκέψεις του, στη νοσταλγία του, περπάταγε άσκοπα, χωρίς προορισμό. Τα βήματά του τον οδήγησαν μόνα τους – κατά τύχη άραγε; - μπροστά στο μικρό σινεμαδάκι της γειτονιάς. Στάθηκε και κοίταξε αναποφάσιστος την αφίσα της ταινίας που παιζόταν εκείνη την μέρα. Να μπει, να μην μπει, θα 'ταν καλό το έργο; ή να πάει καλύτερα πιο κάτω στην μικρή μπιραρία να πιει κάτι ζεστό, να δει και λίγο κόσμο;


Πιο πολύ την μύρισε πρώτα, παρά την είδε να έρχεται. Το λεπτό άρωμά της έφτασε κοντά του πριν από εκείνη. Κάτι σαν γιασεμί... του έφερε στο μυαλό καλοκαίρια στο νησί. Αμέσως μετά, την έκοψε με την άκρη του ματιού του καθώς εκείνη έστριβε απ' τη γωνία κι ερχόταν προς το μέρος του. Με μεγάλα, αργά και σταθερά βήματα. Ψηλή, σχεδόν σαν κι αυτόν, λεπτή, τυλιγμένη σ'ένα κομψό μεσάτο πανωφόρι και... θεοί, τι γάμπες! δεν είχε ξαναδεί ομορφότερες στη ζωή του.

Τον άρπαξε η αποθυμιά της γυναικείας απαλότητας πάνω στο κορμί του. Η τελευταία του σχέση με την κατάξανθη θεότρελη Γκέρτα είχε λήξει εδώ και αρκετό καιρό, άδοξα - κι αυτή - σαν τις άλλες. Δεν ήταν που έλειπαν οι γυναίκες στο Βερολίνο εκείνη την εποχή, πολύ περισσότερο για έναν νεαρό φοιτητή με μεσογειακό ταμπεραμέντο σαν κι αυτόν, αλλά τον είχαν κουράσει πια αυτές οι περαστικές, εφήμερες φιλεναδίτσες. Ήταν έτοιμος για κάτι περισσότερο, για ένα γυναικείο χέρι που θα ακουμπούσε απαλό και ανάλαφρο στο στήθος του όλο το βράδυ, για μερικά βαζάκια κρέμες και αρώματα δίπλα στα ξυριστικά του, για μια φούστα κρεμασμένη στην ντουλάπα, δίπλα στα παντελόνια του.

Εκείνη πλησίασε τώρα στο σινεμά, κοντοστάθηκε σχεδόν σε απόσταση αναπνοής απ’ αυτόν και άνοιξε την τσάντα της ψαχουλεύοντας να βρει το πορτοφόλι της. Αχ, αυτό το άρωμα του γιασεμιού, τον περικύκλωσε, τον ρούφηξε, τον μέθυσε. Την κοίταξε διακριτικά, με τρόπο. Το κομψό καπελάκι που φορούσε στραβά στο καστανό της κεφάλι μισόκρυβε το πρόσωπό της, όμως εκείνη τη στιγμή, τα φώτα ενός περαστικού αυτοκινήτου άστραψαν πάνω στο πράσινο των ματιών της και στην ατίθαση μπούκλα που ξέφευγε απ' την ανασηκωμένη μεριά του καπέλου της. Τα μάτια τους συναντήθηκαν. Αστραπές. Του κόπηκε η ανάσα... "Ξέρετε κάτι για αυτή την ταινία;" την ρώτησε, "είναι καλή; αξίζει να την δει κανείς;". "Ω, ναι, μου έχουν πει πως είναι καταπληκτική, γι' αυτό και ήρθα να την δω" απάντησε χαμογελαστή και δυο βαθιά λακκάκια εμφανίστηκαν στα μάγουλά της. Παύση... "ε... θα θέλατε να την δούμε μαζί;" - την ρώτησε ξεροβήχοντας για να καθαρίσει τον λαιμό του από το γρέζι, μ' όλο το θάρρος που μπόρεσε να επιστρατεύσει. Ένας φευγαλέος δισταγμός, μια αδιόρατη κίνηση άρνησης... ύστερα η ματιά της αιχμαλωτίστηκε στα μάτια του. Για μερικά δευτερόλεπτα κανείς δεν μίλησε... η σιωπή της μύριζε κι αυτή γιασεμί. Την έσπασε εκείνη αποφασιστικά: "Ναι, γιατί όχι; πάμε. Με λένε Μαργαρίτα Λέμκε, εσάς;" "Κωνσταντίνο Λεβίδη και είμαι από την Ελλάδα – οι φίλοι με φωνάζουν Νίνο". Την έπιασε από το μπράτσο μπήκαν μαζί στην σκοτεινή αίθουσα.... Εκείνος ήταν 21 χρονών κι εκείνη 22.

Έτσι εξηγείται λοιπόν που, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, είχα τρέλα με το σινεμά. Γιατί, αν και γεννήθηκε στην Ελλάδα επτά χρόνια αργότερα, στην πραγματικότητα, «γεννήθηκα» σε εκείνον τον μικρό συνοικιακό κινηματογράφο του Βερολίνου, τον Μάη του 42, μες την καρδιά του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Τη στιγμή που ο Νίνος έπιασε τρυφερά το χέρι της Μαργαρίτας μέσα στο σκοτάδι κι εκείνη δεν το τράβηξε...

Ήταν, όσον καιρό έζησε, πιο Ελληνίδα από κάθε Έλληνα. Αυτή με έμαθε ν’ αγαπώ την Ελλάδα. Λάτρευε τη θάλασσα, τα γιασεμιά, τα μελτέμια, τα ανθάκια της λεμονιάς, το γλυκό του κουταλιού, τα ταξίδια με τα σαπιοκάραβα τα καλοκαίρια στην Άνδρο, τις μεγάλες εκδρομές με τα γαϊδούρια και τα μουλάρια στο Μοναστήρι και στην Άρνη, όπου μας περίμενε η φουρτάλια και ο κρασάτος κόκορας με μακαρόνια. Της άρεσε να πηγαίνουμε παρέα τα ξημερώματα στον κάμπο για σύκα και ξεκοκάλιζε με μανία τα ψαροκέφαλα από τα ψάρια που έπιανε ο μπαμπάς μου με το ψαροντούφεκο. Τ’ απογεύματα μου χτένιζε αλογοουρά τα μαλλιά, στερέωνε στο λαστιχάκι ένα κόκκινο γεράνι απ' τον κήπο μας και κατεβαίναμε για βόλτα στην πλατεία του Μπατσιού.

Αχ, εκείνα τα αξέχαστα γλυκά καλοκαιρινά απογεύματα που μοσχοβολούσαν λιμανίσια θάλασσα, βανίλια υποβρύχιο, ουζάκι και τσιροσαλάτα. Τα βραδάκια καθόμασταν αγκαλιά στη βεράντα κάτω απ’ την κληματαριά, δίπλα στο ολάνθιστο γιασεμί που σκαρφάλωνε από την αυλή μας και μετρούσαμε τ’ αστέρια και τα πεφταστέρια τραγουδώντας "weiß du wie viel Sternlein stehen auf dem blauen Himmelzelt...". Όμως, μόνο τραγούδια μου τραγούδαγε στα γερμανικά. Πεισματικά αρνιότανε να μου μιλάει στη γλώσσα της. "Όχι Νινάκο”, έλεγε στον Μπαμπά μου, “Το Μαράκι είναι Ελληνίδα και πρέπει να μεγαλώσει με την γλώσσα της για ν’ αποκτήσει ρίζες. Έχει καιρό αργότερα, αν θέλει η ίδια, να μάθει και γερμανικά".

Έτσι η γλώσσα της αγάπης που 'μαθα ήταν ελληνική: καρδιά μου, ψυχή μου, μάτια μου, αγαπούλα μου, κοριτσάκι μου όμορφο. Η Μαργαρίτα, αχ ναι, η Ελληνίδα μαμά μου.

Κι ύστερα στην Αθήνα, τις ηλιόλουστες Κυριακές του χειμώνα, παίρναμε το τραμ και κατεβαίναμε για βόλτα στην Καστέλα, και καμιά φορά, για να μου κάνει τη χάρη επειδή τρελαινόμουν για το τραμ, κάναμε τη διαδρομή και δυο φορές. Αλλά τις νύχτες, όταν εγώ κοιμόμουν, αυτή τρελή και παλαβή για χορό, τραβολογούσε τον Νινάκο της από χοροεσπερίδα σε χοροεσπερίδα και δεν έλεγε με τίποτε να κατεβεί απ’ την πίστα - τι φοξτρότ, τι βαλς, τι ταγκό!

Ήταν κάποτε μια Μαργαρίτα, που η χαρά της ζωής ήταν γραμμένη ανεξίτηλα σε κάθε της κύτταρο, σε κάθε της μόριο, που ξεχείλιζε από ζωντάνια, κέφι, τρυφερότητα, αγάπη για κάθε τι που είχε μέσα του ομορφιά, οσμή, χρώματα, ζωή. Ήταν κάποτε... Έφυγε όταν ήμουν οκτώ χρονών. Τώρα έχει γίνει ένα με το άρωμα του γιασεμιού...


1 σχόλιο: