Ιπποκράτης:

Κάθε νόσος ξεκινά πρώτα από την ψυχή και μετά καταλήγει στο σώμα. Πριν αποφασίσουμε ποια θεραπεία θα ακολουθήσουμε για το σώμα, πρέπει πρώτα να έχουμε θεραπεύσει το τραύμα της ψυχής. (Ιπποκράτης)

Σάββατο 6 Απριλίου 2019

Μια φορά κι έναν καιρό...

Ένα αγαπημένο μου ποίημα από το έργο του  Wilhelm Reich "Η Δολοφονία του Χριστού", που σκιαγραφεί το πώς θα ήταν ο Παράδεισος στη γη αν δεν μετατρεπόταν σε Κόλαση απ' την "Συγκινησιακή Πανούκλα". Με τον όρο αυτόν ο Ράιχ αναφέρεται σ' αυτούς τους χαρακτήρες των ανθρώπων που επίμονα σκοτώνουν την ζωή, δείχνοντας παντελή έλλειψη ανοχής στην αυθεντικότητα, τον αυθορμητισμό, την σεξουαλικότητα, τα συναισθήματα και την ευχαρίστηση. Ο συνάδελφός του Βίλχελμ Ράιχ, Elsworth Baker (1974), είχε δηλώσει: «Μπορούμε να πούμε ότι στο βαθμό που ένα άτομο προσπαθεί να βλάψει τους άλλους ανθρώπους ή να ελέγξει τη ζωή τους, λειτουργεί ως ένας χαρακτήρας «συγκινησιακής πανούκλας».



Μια φορά κι έναν καιρό...

Μανάδες κάθονταν πλάι στις νεροπηγές
χόρευαν, τραγουδούσαν,
τρυφερά τα παιδιά τους χαϊδεύοντας
στο ρεύμα της Ζωής οδηγώντας τα.
Η θάλασσα απαλά χτυπούσε,
στις ακτές της ειρηνικής οικουμένης.

Γυναίκες κι άντρες έπιναν το νέκταρ της ζωής
με τις κινήσεις των σωμάτων τους
κι οι μελωδίες τους αιώνια αντηχούσαν.
Γέλια παιδιών ακούγονταν ολόγυρα
και ζωηρές φωνές,
φαιδρότητα γεμάτες κι ευχαρίστηση.

Ποια είμαι

Γεννήθηκα στην Αθήνα, στις 27 Οκτωβρίου του 1949. Οι γονείς μου γνωρίστηκαν στην Γερμανία και ήταν ένα απίστευτα παράξενο και ετερόκλητο ζευγάρι, ερωτευμένο ωστόσο.

Ο πατέρας μου καταγόταν από μια μεγαλοαστική, συντηρητική ελληνική  οικογένεια, μεγάλωσε με Γερμανίδες γκουβερνάντες, σπούδασε αρχιτεκτονική στην Γερμανία και είχε Γερμανική κουλτούρα και νοοτροπία.

Αντίθετα, η μητέρα μου που "έφυγε" στα 36 της, όταν εγώ ήμουν 8 χρονών, καταγόταν από μια γερμανική αγροτική οικογένεια, μεγάλωσε με αγελάδες, άλογα και χήνες, σπούδασε παιδαγωγικά και είχε μια μεγάλη καρδιά και μια πέρα για πέρα Ελληνική ψυχή (!!!)

Στην ζωή μου τίποτε δεν θυμάμαι να ήταν λίγο και μικρό. Όλα ήταν - και είναι ακόμα ευτυχώς - πολλά και μεγάλα.

Οι αγάπες και οι έρωτές μου, οι απώλειες και οι χωρισμοί μου, τα πάθη και τα λάθη μου, οι σπουδές και τα επαγγέλματά μου, τα ταξίδια και οι αναζητήσεις μου, τα παθήματα και τα μαθήματά μου, οι αλλαγές και οι ανατροπές μου, η μητρότητα και η ψυχοθεραπεία μου, η αυτογνωσία και η προσωπική μου ανάπτυξη. Όλα, μα όλα, τα ταξίδεψα με όλο μου το είναι και ρουφώντας ως το μεδούλι τις γνώσεις και τις εμπειρίες που μου πρόσφεραν, όλα τα έκανα "σχολεία ζωής".

Δύο ήταν όμως τα πιο σημαντικά και πλούσια "ταξίδια - σχολεία" που βίωσα στη ζωή μου: η μητρότητα και η ψυχοθεραπεία, που και τα δύο με οδήγησαν στο άλλο σπουδαίο μου ταξίδι: της αυτογνωσίας και της προσωπικής ανάπτυξης.

Το άρωμα του γιασεμιού (για την Μαμά μου)

Μαργαρίτα των γιασεμιών και θάλασσα
Βερολίνο, Τρίτη 5 Μαΐου 1942.
Είναι βράδυ και ο Κωνσταντίνος, φοιτητής της αρχιτεκτονικής του Πολυτεχνείου, έχοντας τελειώσει τα σχέδια που έπρεπε να παραδώσει την επόμενη μέρα στο Πανεπιστήμιο, ένιωσε την μοναξιά να τον βαραίνει ασήκωτη και το φοιτητικό του δωματιάκι να μην τον χωράει άλλο. Έριξε πάνω του βιαστικά ένα παλτό και βγήκε έξω.

Το κρύο τον χτύπησε καταπρόσωπο, τσουχτερό ακόμα, παρότι είχε μπει ο Μάης. Τα καλντερίμια γυάλιζαν υγρά κάτω από τον χαμηλό φωτισμό του δρόμου, ο πόλεμος γραμμένος παντού. Στον σκοτεινό ουρανό πάνω απ' την μισοβυθισμένη στο σκοτάδι πόλη, μια πόλη που κράταγε την ανάσα της περιμένοντας τον επόμενο συναγερμό. Στα σκυθρωπά πρόσωπα των λιγοστών ανθρώπων που προσπερνούσαν βιαστικοί, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες βαθιά, αφήνοντας πίσω τους αραιά αχνά συννεφάκια ανάσας. Στο παραπονεμένο νιαούρισμα της γάτας που έψαχνε άδικα μέσα τα σκουπίδια να χορτάσει την πείνα της.

Δύσκολοι καιροί, κι εκείνος μόνος, σταλμένος από την οικογένεια για σπουδές στη χώρα που κρατούσε υπό κατοχή την πατρίδα του. Χαμένος στις σκέψεις του, στη νοσταλγία του, περπάταγε άσκοπα, χωρίς προορισμό. Τα βήματά του τον οδήγησαν μόνα τους – κατά τύχη άραγε; - μπροστά στο μικρό σινεμαδάκι της γειτονιάς. Στάθηκε και κοίταξε αναποφάσιστος την αφίσα της ταινίας που παιζόταν εκείνη την μέρα. Να μπει, να μην μπει, θα 'ταν καλό το έργο; ή να πάει καλύτερα πιο κάτω στην μικρή μπιραρία να πιει κάτι ζεστό, να δει και λίγο κόσμο;